Θάνατοι, χωρισμοί, πτωχεύσεις, δυστυχήματα... Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «προσαρμοστικότητα», για να περιγράψουν την ικανότητα να ξεπερνάμε τις συμφορές και να βγαίνουμε απ’ αυτές πιο δυνατοί.
Ο Γάλλος νευρολόγος Μπορίς Σιρουλνίκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βαρ, στη Γαλλία, διηγείται σε ένα από τα βιβλία του ιστορίες ανθρώπων που προχώρησαν με επιτυχία στη ζωή τους, παρ’ όλο που είχαν ζήσει τραγικά χρόνια ως παιδιά. Ένα από αυτά τα παιδιά είναι ο Μπερνάρ, που σε ηλικία έξι ετών τον άρπαξαν οι ναζί και τον μετέφεραν σε ένα μεγάλο θέατρο όπου είχαν συσσωρεύσει χιλιάδες άτομα. Το παιδί καταλάβαινε ότι για να τον έχουν εκεί ήθελαν να τον θανατώσουν, ήταν όμως ο νεαρότερος αιχμάλωτος κι ο μόνος που είχε την ψυχραιμία να παρατηρήσει τις θέσεις των εισόδων και εξόδων και να καταστρώσει ένα σχέδιο φυγής.
Το βλέμμα του ναζί. Μια μέρα, κατάφερε να βγει και να τρέξει μακριά, κυνηγημένος από τους φρουρούς που ήθελαν να τον σκοτώσουν. Σε μια στιγμή, μια νοσοκόμα φώναξε το παιδί και το έκρυψε σε ένα ασθενοφόρο όπου ψυχορραγούσε μια γυναίκα. Ο Μπερνάρ κρύφτηκε κάτω από το φορείο της άρρωστης κι έμεινε εκεί ακίνητος. Όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήξερε ότι πλησίαζε η κρισιμότερη στιγμή της ζωής του: ένας γιατρός των Γερμανών ήρθε να εξετάσει τη γυναίκα. Ο Μπερνάρ δεν ξέχασε ποτέ ότι τα μάτια του γιατρού συνάντησαν τα δικά του... και ότι εκείνος έδωσε εντολή να φύγει το όχημα, συγκατανεύοντας στη φυγή του μικρού.
Αυτή ήταν η ιστορία όπως τη διηγείτο ο Μπερνάρ στον εαυτό του και στους άλλους για πολλά χρόνια, ώσπου κατάφερε να συναντήσει τη νοσοκόμα που τον είχε σώσει. Αυτή επιβεβαίωσε σημείο προς σημείο όλα όσα θυμόταν ο Μπερνάρ εκτός από ένα: ο γιατρός δεν ήξερε ότι το παιδί κρυβόταν, απλά είχε ανοίξει το ασθενοφόρο και είχε δώσει άδεια να ξεκινήσει.
Στα βιβλία του Σιρουλνίκ συναντάμε πολλές παρόμοιες ιστορίες ανθρώπων με τρομακτικές εμπειρίες από την παιδική ζωή τους, που όμως παρ’ όλα αυτά (ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών) έγιναν επιτυχημένοι ενήλικες, γιατί μπόρεσαν να τις ενσωματώσουν στη ζωή τους χωρίς να τις μετατρέψουν σε τραύματα. Ο Γάλλος νευρολόγος, όπως και άλλοι ειδικοί, υποστηρίζει την ιδέα ότι κανένα τραύμα δεν είναι ανίατο κι ότι ο άνθρωπος έχει πολλούς μηχανισμούς άμυνας που του επιτρέπουν να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις.
Τραγωδίες, απώλειες, διαζύγια... Οι στρατηγικές που εφαρμόζουμε για να ξεπεράσουμε τραυματικά γεγονότα αποτελούν μέρος αυτού που οι ειδικοί αποκαλούν «προσαρμοστικότητα», δηλαδή την ικανότητα ενός ατόμου ή ομάδας να προχωρούν στο μέλλον παρ’ όλα όσα τείνουν να τους αποσταθεροποιήσουν ή παρά τις δυσκολίες της ζωής. Μιλάμε για γεγονότα που είναι συνήθως αναπάντεχα και ανεξέλεγκτα και πλήττουν σημαντικά την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι φυσικές καταστροφές, οι βιασμοί, τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, οι βασανισμοί ή οι απαγωγές. Κι επειδή ο καθένας μας βιώνει κάθε κατάσταση υποκειμενικά, υπάρχουν άτομα που νιώθουν να αποσταθεροποιούνται από γεγονότα όπως είναι η απώλεια εργασίας, το διαζύγιο, η σχολική αποτυχία, που σε άλλους προκαλούν μόνο στρες.
Και βέβαια υπάρχουν γεγονότα που συγκλονίζουν σχεδόν τους πάντες, όπως οι πόλεμοι ή οι τρομοκρατικές απόπειρες. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, σε μια μελέτη που έκανε στις ΗΠΑ ο Σάντρο Γκαλέα, του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, βρήκε ότι, οκτώ εβδομάδες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα, το 7,5% των ατόμων που μελέτησε (4,8% στους άντρες και 9,9% στις γυναίκες) παρουσίαζε συμπτώματα μετατραυματικού στρες, ενώ το 9,7% (7,3% στους άντρες και 12% στις γυναίκες) είχε κατάθλιψη. Μεταξύ των ατόμων που έμεναν κοντά στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, το 20% εμφάνιζε στρες και το 16,8% κατάθλιψη.
Οι τραγωδίες αφήνουν ίχνη. Αυτή και άλλες μελέτες δείχνουν ότι, μετά από μια τραγωδία, είναι πάντα πολλοί εκείνοι που εμφανίζουν παροδικά ψυχολογικά προβλήματα, όμως εκείνοι που επηρεάζονται βαθιά είναι ένα μικρό ποσοστό. Οι περισσότεροι συνέρχονται, γεγονός που ώθησε διάφορους ερευνητές στη δεκαετία του ’70 να μελετήσουν την έννοια της προσαρμοστικότητας και τους μηχανισμούς που την συνθέτουν. Για τον ψυχίατρο Μάικλ Ράτερ, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, η προσαρμοστικότητα ήταν ένα είδος κοινωνικής ευελιξίας, η δυνατότητα να προσαρμόζεται κανείς σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Οι Σαλβατόρε Μάντι και Σ. Κομπάσα, του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, συμπλήρωσαν την έννοια και βρήκαν σε πολλές μελέτες τους ότι οι «προσαρμοστικοί» είχαν έντονη αίσθηση συμμετοχής και ελέγχου πάνω στα τεκταινόμενα, ήταν πιο ανοικτοί σε αλλαγές και έτειναν να ερμηνεύουν τις κακές εμπειρίες σαν μια πλευρά της ζωής.
Ένα άτομο που εμπλέκεται σε στόχους και δε μένει θεατής βοηθά τους άλλους και διαθέτει ένα ευρύ κοινωνικό δίκτυο που τον διευκολύνει να αντέχει τις οδυνηρές καταστάσεις. Ο έλεγχος έχει να κάνει με την πίστη ότι το άτομο κατευθύνει αυτό που του συμβαίνει και όχι οι άλλοι, η τύχη ή η μοίρα. Μπροστά σε μια αποτυχία, ο προσαρμοστικός δε στέκεται να αναζητήσει ενόχους ούτε να παραπονιέται για την τραγωδία, αλλά αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη.
Αρκεί κάποιος να σε δέχεται. Αργότερα η Έμι Βέρνερ, ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, που είχε παρακολουθήσει επί 30 χρόνια 500 παιδιά που είχαν γεννηθεί πάμφτωχα στο νησί Καουάι του αρχιπελάγους της Χαβάης, πρόσθεσε μια συναισθηματική συνιστώσα στην έννοια της προσαρμοστικότητας. Όχι μόνο ζούσαν σε ακραίες οικονομικές συνθήκες, αλλά ακόμα το ένα τρίτο εκείνων των παιδιών μεγάλωναν σε διαλυμένες οικογένειες, με τραυματικά στοιχεία όπως αλκοολισμό, σοβαρές διανοητικές ασθένειες και σεξουαλική βία. Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά επηρεάστηκαν από αυτές τις συνθήκες και κατέληξαν τα ίδια με ψυχολογικές διαταραχές. Ωστόσο, αρκετά παιδιά τα έβγαλαν πέρα και είχαν θετική εξέλιξη. Τι το κοινό είχαν αυτά τα τελευταία μεταξύ τους; Κατά τη Βέρνερ, τα προσαρμοστικά παιδιά συνάντησαν στη διάρκεια της ζωής τους τουλάχιστον έναν άνθρωπο που τα δέχτηκε «χωρίς όρους», ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά, την εξωτερική εμφάνιση ή την ευφυΐα τους.
Στην εποχή μας, τώρα, η Έντιθ Γκρότμπεργκ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον, ερευνά τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της έννοιας. Μελέτησε άτομα που έχουν ξεπεράσει αντίξοες καταστάσεις και τα οποία προέρχονται από 27 διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Κατηγοριοποίησε τα χαρακτηριστικά που βρήκε σε τέσσερις «πηγές», οι οποίες, κατά την ερευνήτρια, μπορούν να γίνουν φανερές μέσω αντίστοιχων εκφράσεων. Τα προσαρμοστικά άτομα μπορούν να πουν: «Έχω...» «...γύρω μου άτομα που τα εμπιστεύομαι και που με αγαπούν άνευ όρων», «...ανθρώπους που μου θέτουν όρια, ώστε να μαθαίνω να αποφεύγω τους κινδύνους ή που θέλουν να μάθω να τα βγάζω πέρα μόνος μου», «...άτομα που με βοηθούν όταν είμαι άρρωστος ή κινδυνεύω ή όταν θέλω να μάθω κάτι». «Είμαι...» «...ένας άνθρωπος για τον οποίο οι υπόλοιποι νιώθουν εκτίμηση και αγάπη», «...ευτυχισμένος όταν κάνω κάτι καλό για τους άλλους και τους δείχνω την αγάπη μου». «Νιώθω...» «...διατεθειμένος να αναλαμβάνω την ευθύνη των πράξεών μου», «...σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά». «Μπορώ...» «...να μιλάω για πράγματα που με τρομάζουν ή με ανησυχούν», «...να ψάχνω τρόπους, για να λύσω τα προβλήματά μου».
Άλλος δρόμος είναι η αναζήτηση των νευρολογικών βάσεων, δηλαδή των περιοχών του εγκέφαλου που σχετίζονται με την ικανότητα να ξεπερνά κανείς τις δύσκολες στιγμές. Έχει παρατηρηθεί ότι τα άτομα με λιγότερη προσαρμοστικότητα αναβιώνουν συχνά την τραυματική εμπειρία, κι ότι αυτές οι ανακλήσεις αντιστοιχούν στην αυτόνομη δραστηριοποίηση διαφορετικών περιοχών του εγκέφαλου, όπως οι πυρήνες της αμυγδαλής, ο ιππόκαμπος και ο υπομέλανας τόπος.
Μετατραυματικό άγχος. Οι επιστήμονες έχουν επίσης ανακαλύψει ότι, τις στιγμές που νιώθουμε συγκλονισμένοι από τα γεγονότα, το επίπεδο τεστοστερόνης πέφτει σημαντικά, κάτι που εξηγεί εν μέρει την απώλεια εμπιστοσύνης στον εαυτό μας, τη δυσκολία συγκέντρωσης ή την κατάθλιψη.
H προσαρμοστικότητα μάς χαρίζει μια παραπάνω δύναμη ώστε, στις περισσότερες περιπτώσεις, να ξεπεράσουμε τις τραγωδίες, και πάλι όμως ένας αριθμός ατόμων αναπτύσσει αρνητικά ψυχολογικά συμπτώματα. Αυτή η διαταραχή μετατραυματικού άγχους, όπως ονομάζεται, επηρεάζει το 2 με 3% του πληθυσμού. Τα συμπτώματά της κατατάσσονται συνήθως σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια, το άτομο ξαναζεί συνέχεια την τραυματική εμπειρία, με εφιάλτες και υπερβολικές σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις, όταν βρίσκεται κοντά σε τόπους, άτομα ή αντικείμενα που σχετίζονται με το επεισόδιο. Από την άλλη, το μετατραυματικό άγχος δραστηριοποιεί το νευρικό σύστημα, κάτι που μπορεί να επιφέρει προβλήματα ύπνου, δυσκολία συγκέντρωσης ή ευερεθιστότητα, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει ότι βρίσκεται σε συνεχή παρακολούθηση και να μην εμπιστεύεται περιβάλλοντα που πριν το ηρεμούσαν, κι αυτό το κάνει πιο επιθετικό. Τέλος, εμφανίζονται συμπεριφορές συναισθηματικής άρνησης και αποκλεισμού που φτάνουν ως τη φυγή από καταστάσεις ή συζητήσεις που θυμίζουν την τραυματική εμπειρία ή στο μπλοκάρισμα των συναισθημάτων προκειμένου να αποφύγει τον πόνο.
Οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς. Αυτές είναι μερικές από τις πιθανές συνέπειες ενός γεγονότος που γεννά πένθος, όχι όμως και οι μοναδικές. Οι κρίσεις πανικού, η κατάθλιψη και η κατάχρηση φαρμάκων επίσης είναι συνήθη συμπτώματα. Όλα εξαρτώνται από το πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βιώνονται (για παράδειγμα, στις ανατολικές κοινωνίες είναι συνηθέστερα τα συμπτώματα φυγής παρά υπερδιέγερσης), από το φύλο (οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς στην κατάχρηση οινοπνεύματος και την ευερεθιστότητα παρά οι γυναίκες) και από μερικούς άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το άμεσο περιβάλλον του ατόμου.
Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας θυμίζουν ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό, αλλά και αποτελεσματικό από προσαρμοστικής άποψης, κάποιος που έχει υποστεί μια τραυματική εμπειρία να αποφεύγει αρχικά τις καταστάσεις που τον κάνουν να την ξαναζεί. Φυσιολογική είναι επίσης η εγρήγορση: κάτι σημαντικό έχει συμβεί και το σώμα και το μυαλό πρέπει να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Και, φυσικά, είναι φυσιολογικό να ξαναζεί κανείς την τραυματική εμπειρία και να κοιτάζει μέσα του: αυτό τον βοηθά να αναλογιστεί όσα συνέβησαν.
Ψυχολογική υποστήριξη. Όταν συμβεί κάποιο συγκλονιστικό γεγονός, προέχει να δοθεί στους εμπλεκόμενους ψυχολογική βοήθεια. Οι βασικές πληροφορίες για την προσαρμοστικότητα, το μετατραυματικό άγχος και τους τρόπους αντιμετώπισης μειώνουν κατά πολύ την αίσθηση απελπισίας, σύγχυσης και άγχους που συνήθως προκαλούνται και που, πολλές φορές, σε έντονες συνθήκες οδηγούν ακόμα και στην αποδόμηση των οικογενειακών δεσμών.
Άλλη συνήθης τεχνική είναι η «θεραπεία μακράς έκθεσης», που γίνεται συνήθως σε πέντε φάσεις. Αρχικά συλλέγονται λεπτομερείς πληροφορίες γύρω από το τραυματικό συμβάν. Μετά περνάμε στη φάση της πληροφόρησης, που βοηθά στον κατευνασμό αισθήσεων και συναισθημάτων. Κατόπιν ο ασθενής εκπαιδεύεται σε τεχνικές αναπνοής και χαλάρωσης που τον βοηθούν να μειώσει το άγχος. Στα δύο τελευταία βήματα, το άτομο τίθεται αντιμέτωπο με τους φόβους του. Στην αρχή αυτό γίνεται με εικόνες που το κάνουν να ξαναζεί την τραυματική εμπειρία μέσα σε μια κατευναστική, θεραπευτική ατμόσφαιρα, και μετά ζωντανά, αντιμετωπίζοντας άμεσα τις αναμνήσεις από αυτό που συνέβη. Όπως εξηγεί η ψυχολόγος Λάιζα Τζέικοξ, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνιας, αυτή η θεραπεία έχει επιτυχία, γιατί η συνεχής έκθεση σπάει τη σύνδεση ανάμεσα στο ερέθισμα και τη συναισθηματική απόκριση. Ενώ ο ασθενής ξαναζεί το ερέθισμα, διατηρώντας την ψυχραιμία του, οδηγείται, σύμφωνα με την ερευνήτρια, στη μείωση των συμπτωμάτων, αφού έτσι εσωτερικεύει τέσσερις ιδέες: ότι τα ερεθίσματα που του θυμίζουν την τραυματική εμπειρία δεν του προκαλούν κακό, ότι η ανάμνηση του τραύματος δε σημαίνει ότι ξαναζεί την απειλή, ότι μπορεί κάποιος να μάθει να αντέχει το άγχος και ότι το να αισθάνεται άγχος δε σημαίνει κατ’ ανάγκη να χάνει και τον έλεγχο.
Η υποκειμενικότητα γεννά τις διαταραχές. Μια άλλη σημαντική συνεισφορά προέρχεται από τον Άαρον Μπεκ, καθηγητή ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνιας. Θεωρεί ότι το ψυχολογικό πρόβλημα γεννιέται από την ερμηνεία που δίνει ένα άτομο στο γεγονός και όχι από το γεγονός αυτό καθαυτό, και ότι τα αρνητικά συναισθήματα γεννιούνται από μη προσαρμοστικές σκέψεις που οδηγούν σε παθολογικές αποκρίσεις. Έτσι, η θεραπεία που προτείνει έχει στόχο να αναγνωρίσει αυτές τις ερμηνείες και να τις μεταβάλει σε άλλες, προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα.
Τέλος, έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά και τεχνικές υπνωτισμού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το μετατραυματικό άγχος. Η ιδέα είναι πανάρχαια. Ένα από τα προβλήματα που προξενεί αυτή η διαταραχή είναι η αποκοπή, δηλαδή η αποσύνδεση μεταξύ συναισθημάτων και καταστάσεων με τα οποία συνήθως συνδέονται, ένα χαρακτηριστικό είδος συναισθηματικής άμβλυνσης. Στο κάτω-κάτω, όπως λέει ο Ντείβιντ Σπίγκελ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, η ύπνωση είναι ένα είδος αποστασιοποίησης και, αν διδάξουμε ένα άτομο να φτάνει σε αυτό το στάδιο κατά ένα δομημένο τρόπο, το βοηθάμε να ξαναβρεί την αίσθηση ότι ελέγχει το πρόβλημά του.
focusmag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας. Όλες οι γνώμες είναι σεβαστές και πρέπει να ακούγονται!!!