Η Παρασκευή 14 Ιανουαρίου θα καταχωριστεί ως ιστορική ημερομηνία για την Τυνησία: ύστερα από ένα μήνα βίαιων επεισοδίων σε ολόκληρη την επικράτεια, που άφησαν πίσω τους δεκάδες νεκρούς κι εκατοντάδες συλληφθέντες, ο πρόεδρος Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι εγκατέλειψε τη χώρα, τερματίζοντας έτσι 23 χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός Μοχάμεντ Γκανούσι ηγείται
πλέον μιας προσωρινής κυβέρνησης με την υποστήριξη του στρατού και υπόσχεται να εκπληρώσει αυτός την υπόσχεση που είχε δώσει ο Μπεν Αλι, λίγες ώρες προτού τραπεί σε φυγή, για τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών σε έξι μήνες. Η Τυνησία, η οποία ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γνωρίσει τέτοιες συγκρούσεις και ανατροπές, εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας. Οσο για τη διεθνή κοινότητα, που μέχρι προχθές παρακολουθούσε απαθής τα τεκταινόμενα, αρχίζει σιγά σιγά -με πρώτες τις ΗΠΑ και τη Γαλλία- να αναγνωρίζει «το δικαίωμα του τυνησιακού λαού να επιλέγει αυτός τους ηγέτες του».
Το 2011 έκανε την είσοδό του με πολύ επεισοδιακό τρόπο στις χώρες του Μαγκρέμπ. Η απότομη άνοδος στις τιμές των βασικών αγαθών πυροδότησε βίαιες αντιδράσεις και κατέδειξε το αυταρχικό πρόσωπο των καθεστώτων. Και στην περίπτωση της Αλγερίας και της Τυνησίας υπάρχει κοινός παρονομαστής: η φτώχεια, η διαφθορά, ο αυταρχισμός των κυβερνώντων και η οργή των νέων. Πολλά ξένα ΜΜΕ παρουσίασαν τα αιματηρά επεισόδια στο Μαγκρέμπ ως «την εξέγερση των φτωχών», και αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Αυτοί όμως που εξεγέρθηκαν, εκτός από φτωχοί είναι επίσης νέοι, στην πλειονότητά τους μορφωμένοι και καταπιεσμένοι, οι οποίοι διεκδικούν «ψωμί και ελευθερία». Καμία σχέση με φανατικούς ισλαμιστές που διαμαρτύρονται για το τσαντόρ, το αλκοόλ ή τα σκίτσα του Μωάμεθ.
Αυτό ακριβώς το γεγονός απογυμνώνει τις κυβερνήσεις από τα όποια επιχειρήματα και συγχρόνως καταδεικνύει την υποκρισία της Δύσης απέναντι σε δύο αντιδημοκρατικά, διεφθαρμένα, πλην όμως φιλικά προς αυτή καθεστώτα. Η Αλγερία διαθέτει πλούσιο ορυκτό πλούτο. Το 2009 ήταν τέταρτη στον κόσμο στην εξαγωγή φυσικού αερίου και όγδοη στην εξαγωγή πετρελαίου. Αυτό τον πλούτο όμως τον νέμεται μια ελίτ, ενώ το 23% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η ανεργία μεταξύ των νέων κάτω των 30 (οι οποίοι αποτελούν περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού), ξεπερνά το 20%. Λογικό, σε μια χώρα που ο βασικός μισθός ανέρχεται στα 15.000 δηνάρια (περίπου 150 ευρώ), να ξεσπάσει κοινωνική έκρηξη όταν η τιμή π.χ. της ζάχαρης άγγιξε το 1,50 ευρώ το κιλό.
Αν η Αλγερία, η οποία αιματοκυλίστηκε μετά το πραξικόπημα του 1992 που απέκλεισε τους ισλαμιστές από την εξουσία, προσφέρει σήμερα μια ψευδοεπίφαση ελευθερίας, η Τυνησία δεν διαθέτει καν αυτό. Αποτελεί αγαπημένο και ασφαλή τουριστικό προορισμό για τους Δυτικούς και σημαντική χώρα εξαγωγής λαδιού και προβάλλεται ως πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας. Αλλά η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική. Και εδώ σχεδόν ο μισός πληθυσμός αποτελείται από νέους, σε σημαντικό πια βαθμό μορφωμένους, με επαγγελματική εξειδίκευση αλλά άνεργους, χωρίς προοπτικές. Συγχρόνως όμως αυτοί οι νέοι είναι ενημερωμένοι, μπαίνουν στο Ιντερνετ, παρακολουθούν το «Αλ Τζαζίρα», τη μετάδοση του οποίου πολλές φορές προσπάθησε να εμποδίσει ο Μπεν Αλι και δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να τους κυβερνά εδώ και 23 χρόνια ένας 74χρονος στρατιωτικός μαζί με την κλίκα του.
Ο Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι κυβερνούσε τη χώρα με σιδηρά πυγμή, επέβαλε στυγνή λογοκρισία, αλλά είχε κερδίσει τα εύσημα από τη Δύση, επειδή είχε εξασφαλίσει μια «πολιτική σταθερότητα» και λειτουργούσε (όπως αντίστοιχα και η κυβέρνηση της Αλγερίας) ως ανάχωμα απέναντι στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Η πτώση του δεν είναι απαραίτητο ότι θα σηματοδοτήσει την απαρχή ενός γνήσιου εκδημοκρατισμού, όπως τον οραματίζονται οι διαδηλωτές.
Αναμφίβολα όμως αποτελεί ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για όλες τις αντίστοιχες αυταρχικές κυβερνήσεις του αραβικού κόσμου, αλλά και για τους δυτικούς συμμάχους τους, οι οποίοι κάνουν τα στραβά μάτια απέναντι στη διαφορά, την εξαθλίωση και την καταπίεση: καταστάσεις που γίνονται βούτυρο στο ψωμί των ισλαμιστών, τους οποίους υποτίθεται θέλουν να συγκρατήσουν.
enet.gr
Ο πρωθυπουργός Μοχάμεντ Γκανούσι ηγείται
πλέον μιας προσωρινής κυβέρνησης με την υποστήριξη του στρατού και υπόσχεται να εκπληρώσει αυτός την υπόσχεση που είχε δώσει ο Μπεν Αλι, λίγες ώρες προτού τραπεί σε φυγή, για τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών σε έξι μήνες. Η Τυνησία, η οποία ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γνωρίσει τέτοιες συγκρούσεις και ανατροπές, εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας. Οσο για τη διεθνή κοινότητα, που μέχρι προχθές παρακολουθούσε απαθής τα τεκταινόμενα, αρχίζει σιγά σιγά -με πρώτες τις ΗΠΑ και τη Γαλλία- να αναγνωρίζει «το δικαίωμα του τυνησιακού λαού να επιλέγει αυτός τους ηγέτες του».
Το 2011 έκανε την είσοδό του με πολύ επεισοδιακό τρόπο στις χώρες του Μαγκρέμπ. Η απότομη άνοδος στις τιμές των βασικών αγαθών πυροδότησε βίαιες αντιδράσεις και κατέδειξε το αυταρχικό πρόσωπο των καθεστώτων. Και στην περίπτωση της Αλγερίας και της Τυνησίας υπάρχει κοινός παρονομαστής: η φτώχεια, η διαφθορά, ο αυταρχισμός των κυβερνώντων και η οργή των νέων. Πολλά ξένα ΜΜΕ παρουσίασαν τα αιματηρά επεισόδια στο Μαγκρέμπ ως «την εξέγερση των φτωχών», και αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Αυτοί όμως που εξεγέρθηκαν, εκτός από φτωχοί είναι επίσης νέοι, στην πλειονότητά τους μορφωμένοι και καταπιεσμένοι, οι οποίοι διεκδικούν «ψωμί και ελευθερία». Καμία σχέση με φανατικούς ισλαμιστές που διαμαρτύρονται για το τσαντόρ, το αλκοόλ ή τα σκίτσα του Μωάμεθ.
Αυτό ακριβώς το γεγονός απογυμνώνει τις κυβερνήσεις από τα όποια επιχειρήματα και συγχρόνως καταδεικνύει την υποκρισία της Δύσης απέναντι σε δύο αντιδημοκρατικά, διεφθαρμένα, πλην όμως φιλικά προς αυτή καθεστώτα. Η Αλγερία διαθέτει πλούσιο ορυκτό πλούτο. Το 2009 ήταν τέταρτη στον κόσμο στην εξαγωγή φυσικού αερίου και όγδοη στην εξαγωγή πετρελαίου. Αυτό τον πλούτο όμως τον νέμεται μια ελίτ, ενώ το 23% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η ανεργία μεταξύ των νέων κάτω των 30 (οι οποίοι αποτελούν περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού), ξεπερνά το 20%. Λογικό, σε μια χώρα που ο βασικός μισθός ανέρχεται στα 15.000 δηνάρια (περίπου 150 ευρώ), να ξεσπάσει κοινωνική έκρηξη όταν η τιμή π.χ. της ζάχαρης άγγιξε το 1,50 ευρώ το κιλό.
Αν η Αλγερία, η οποία αιματοκυλίστηκε μετά το πραξικόπημα του 1992 που απέκλεισε τους ισλαμιστές από την εξουσία, προσφέρει σήμερα μια ψευδοεπίφαση ελευθερίας, η Τυνησία δεν διαθέτει καν αυτό. Αποτελεί αγαπημένο και ασφαλή τουριστικό προορισμό για τους Δυτικούς και σημαντική χώρα εξαγωγής λαδιού και προβάλλεται ως πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας. Αλλά η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική. Και εδώ σχεδόν ο μισός πληθυσμός αποτελείται από νέους, σε σημαντικό πια βαθμό μορφωμένους, με επαγγελματική εξειδίκευση αλλά άνεργους, χωρίς προοπτικές. Συγχρόνως όμως αυτοί οι νέοι είναι ενημερωμένοι, μπαίνουν στο Ιντερνετ, παρακολουθούν το «Αλ Τζαζίρα», τη μετάδοση του οποίου πολλές φορές προσπάθησε να εμποδίσει ο Μπεν Αλι και δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να τους κυβερνά εδώ και 23 χρόνια ένας 74χρονος στρατιωτικός μαζί με την κλίκα του.
Ο Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι κυβερνούσε τη χώρα με σιδηρά πυγμή, επέβαλε στυγνή λογοκρισία, αλλά είχε κερδίσει τα εύσημα από τη Δύση, επειδή είχε εξασφαλίσει μια «πολιτική σταθερότητα» και λειτουργούσε (όπως αντίστοιχα και η κυβέρνηση της Αλγερίας) ως ανάχωμα απέναντι στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Η πτώση του δεν είναι απαραίτητο ότι θα σηματοδοτήσει την απαρχή ενός γνήσιου εκδημοκρατισμού, όπως τον οραματίζονται οι διαδηλωτές.
Αναμφίβολα όμως αποτελεί ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για όλες τις αντίστοιχες αυταρχικές κυβερνήσεις του αραβικού κόσμου, αλλά και για τους δυτικούς συμμάχους τους, οι οποίοι κάνουν τα στραβά μάτια απέναντι στη διαφορά, την εξαθλίωση και την καταπίεση: καταστάσεις που γίνονται βούτυρο στο ψωμί των ισλαμιστών, τους οποίους υποτίθεται θέλουν να συγκρατήσουν.
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμά σας. Όλες οι γνώμες είναι σεβαστές και πρέπει να ακούγονται!!!